- μπογιατίζω
- μπογιατίζω, μπογιάτισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μπογιατίζω — και μπογιαντίζω 1. βάφω, χρωματίζω με ελαιοχρώματα ή υδροχρώματα 2. (σχετικά με υποδήματα) επαλείφω με βερνίκι, βερνικώνω, στιλβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boyadim, αόρ. τού boyamak] … Dictionary of Greek
αμπογιάτιστος — η, ο [μπογιατίζω] ο μη μπογιατισμένος, αχρωμάτιστος, άβαφος … Dictionary of Greek
μπογιάτισμα — και μπογιάντισμα, το [μπογιατίζω] 1. το βάψιμο με ελαιόχρωμα ή με υδρόχρωμα 2. η στίλβωση υποδημάτων, το βερνίκωμα … Dictionary of Greek
μπογιαντίζω — βλ. μπογιατίζω … Dictionary of Greek
βάφω — έβαψα, βάφτηκα και βάφηκα, ομαι, βαμμένος 1. χρωματίζω, μπογιατίζω: Όλα είναι άνω κάτω γιατί βάφω το σπίτι. 2. φτιασιδώνομαι, φτιάχνομαι και καλλωπίζομαι: Όταν βάφεσαι πολύ, το πρόσωπό σου φαίνεται σαν μάσκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)